- κατατρώω
- κατατρώω, κατέφαγα και κατάφαγα βλ. πίν. 221
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δαρδάπτω — (Α) 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. φρ. «δαρδάπτω χρήματα, κτήματα κ.λπ.» κατατρώω, κατασπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δαρ δαρπ τω (πρβλ. δρέπω) με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου ρ . Κατ άλλους ο τ. δαρδάπτω συνδέεται παρετυμολογικά με το δάπτω*] … Dictionary of Greek
καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] … Dictionary of Greek
καταθυμοβορώ — καταθυμοβορῶ, έω (Α) κατατρώω την καρδιά, προκαλώ πολύ μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμο βορῶ «κατατρώγω την καρδιά» (< θυμο βόρος)] … Dictionary of Greek
τραγανίζω — Ν [τραγανός] 1. μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό 2. κάνω θόρυβο μασουλώντας κάτι 3. (αμτβ.) τρίζω κατά τη μάσηση («το ψωμί τραγανίζει στα δόντια») 4. μτφ. κατατρώω σαν τρωκτικό («τραγάνισε όλη την περιουσία τών γονιών του») … Dictionary of Greek
κατατρώγω — και κατατρώω κατάφαγα, καταφαγώθηκα, καταφαγωμένος 1. καταβροχθίζω, καταδαπανώ: Κατάφαγε όλη του την περιουσία. 2. καταβασανίζω: Τον κατατρώει η ζήλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)